αρμερία

αρμερία
(armeria). Γένος ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των πλουμβαγινιδών. Είναι φυτά της Ευρώπης, της δυτικής Ασίας, της βόρειας Αφρικής και της Βόρειας Αμερικής που μοιάζουν με γαρύφαλλα. Όλα τα φύλλα βγαίνουν κοντά στην αποξυλωμένη ρίζα και μοιάζουν πολύ με τα φύλλα των αγρωστωδών. Τα άνθη έχουν κοκκινωπό χρώμα ή είναι λευκά και σχηματίζουν ταξιανθία κεφάλιο στην κορυφή ενός γυμνού βλαστού. Είναι κυρίως καλλωπιστικά φυτά που ευδοκιμούν σε ξηρά και πετρώδη εδάφη. Πολλαπλασιάζονται με σπέρματα και με σχίσιμο των ριζών τους. Από τα περίπου 60 είδη του γένους το σπουδαιότερο, που φυτρώνει και στην Ελλάδα, είναι η α. η κυματοειδής. Το είδος αυτό απαντάται σε αλπικά και υποαλπικά λιβάδια της ηπειρωτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου, όπου είναι γνωστό με τα ονόματα κοκκαλόχορτο και χαλαβόχορτο, έχει λευκά άνθη και είναι καλλωπιστικό φυτό. Η ελληνική ποικιλία έχει φύλλα χνουδωτά και ροζ άνθη. Άλλο φυτό που φυτρώνει στην Ελλάδα είναι η α. η ρουμελική, που βρίσκεται κυρίως στη Θεσσαλία και η α. η υπόλευκη, που έχει κοκκινωπά άνθη και απαντάται στην ηπειρωτική Ελλάδα, την Πελοπόννησο και την Εύβοια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιληνή — (σιληνή ή κρεμοκλαδής). Μονοετής πόα της οικογένειας των Καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Κρήτη και στις Μεσογειακές χώρες. Έχει βλαστούς χνουδωτούς, κατακείμενους με πυκνές διακλαδώσεις τα κατώτερα φύλλα είναι σπαθοειδώς αντωοειδή, τα …   Dictionary of Greek

  • χαλαβόχορτο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Αrmeria undulata τού γένους αρμερία, γνωστού και ως κοκαλόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

  • Μαδρίτη — (Madrid). Πόλη (2.882.860 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα της Ισπανίας, καθώς και της ομώνυμης αυτόνομης περιοχής (8.028 τ. χλμ., 5.372.433 κάτ. το 2000) στη Νέα Καστίλη. Η πόλη, που δεσπόζει στο κέντρο της Ιβηρικής χερσονήσου, στους πρόποδες της… …   Dictionary of Greek

  • Σιλεσία — (Slgsk πολωνικά, Slezsko τσεχοσλοβακικά, Schlesien γερμανικά). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Ευρώπης, η οποία υπάγεται τώρα στην Πολωνία, στην οποία ανήκει το μεγαλύτερο τμήμα της, και στην Τσεχοσλοβακία. Σε μεγάλες γραμμές η Σ. αντιστοιχεί στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”